ξανθοπώγων

ξανθοπώγων
ξανθο-πώγων, ωνος, mit blondem Barte

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξανθοπώγων — ο (Μ ξανθοπώγων, ωνος) αυτός που έχει ξανθά γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. λευκο πώγων)] …   Dictionary of Greek

  • ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”